τη σύγχρονη εποχή, οποιοσδήποτε εργαζόμενος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι το εργασιακό περιβάλλον προκαλεί έντονο στρες. Οι εργοδότες απαιτούν μεγαλύτερη παραγωγικότητα με το μικρότερο δυνατό κόστος, ενώ οι εργαζόμενοι δε νιώθουν ασφάλεια στην εργασία τους. Επιπροσθέτως, ο ανταγωνισμός για εξασφάλιση προαγωγής εντείνεται διαρκώς και τα προβλήματα μη ορθολογικής διοίκησης, ανεπαρκούς ηγεσίας και δυσλειτουργικής οργανωσιακής συμπεριφοράς πολλαπλασιάζονται σε επικίνδυνο βαθμό. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι νιώθουν πλήρως εξουθενωμένοι, ελάχιστα ικανοποιημένοι και ανίκανοι να επιτύχουν τους επαγγελματικούς τους στόχους (Schaufeli, & Enzmann, 1998). Δε θα ήταν υπερβολή, λοιπόν, να υποστηριχθεί ότι η επαγγελματική εξουθένωση (burnout) ίσως αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους επαγγελματικούς κινδύνους του 21ου αιώνα, καθώς αναφέρεται σε κάτι πολύ πιο σοβαρό από το να αισθάνεται κάποιος μελαγχολία ή να έχει μια άσχημη ημέρα. Συγκεκριμένα, η επαγγελματική εξουθένωση συνιστά μια χρόνια κατάσταση, κατά την οποία ο εργαζόμενος χάνει κάθε ενδιαφέρον για την εργασία του γεγονός που μπορεί να επιφέρει σοβαρή κρίση στη ζωή του. Εν γένει, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έλλειψη ενέργειας, αυτοπεποίθησης και ενθουσιασμού. Τα επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης αποκαλύπτουν το πόσο καλή είναι η σχέση του εργαζόμενου με τη δουλειά του, αλλά και γενικότερα οι σχέσεις του με τον οργανισμό (Leiter et al., 1998). Οι επιπτώσεις της μεταφράζονται σε υπερβολική κόπωση, χαμηλή προσπάθεια, σύγκρουση ρόλων, "εκπτώσεις" στην ποιότητα και ποσότητα της εργασίας που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην εγκατάλειψή της από τον εργαζόμενο (Pines & Aronson, 1988). Πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία που έχει επιπτώσεις τόσο σε βιολογικό, όσο και σε πνευματικό και γνωστικό επίπεδο (Hobfoll, & Shirom, 2000). Γενικά, ως επαγγελματική εξουθένωση νοείται η αντίδραση σε μια έντονα στρεσογόνο κατάσταση, η οποία διήρκεσε για αρκετό καιρό κατά το παρελθόν ή εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα.